Κυπρίδιος

Κυπρίδιος
Κυπρίδιος, α, ον, ([etym.] Κύπρις)
A of love,

ὄαροι AP10.68

(Agath.); κέλευθος ib.5.274 (Paul. Sil.); κῦμα ib.234 (Maced.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κυπρίδιος — κυπρίδιος, ία, ον (AM) [Κύπρις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αφροδίτη 2. αυτός που ανήκει στον έρωτα, ο τρυφερός …   Dictionary of Greek

  • Κυπριδίων — Κυπρίδιος of love fem gen pl Κυπρίδιος of love masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυπριδίη — Κυπρίδιος of love fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυπριδίην — Κυπρίδιος of love fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυπριδίης — Κυπρίδιος of love fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυπριδίοις — Κυπρίδιος of love masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυπριδίοισι — Κυπρίδιος of love masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυπριδίοισιν — Κυπρίδιος of love masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυπριδίου — Κυπρίδιος of love masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυπριδίους — Κυπρίδιος of love masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυπριδίῃ — Κυπρίδιος of love fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”